- υπέρλαμπρος
- ος , ον очень яркий, ярчайший
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὑπέρλαμπρος — exceedingly bright masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρλαμπρος — η, ο / ὑπέρλαμπρος, ον, ΝΜΑ πάρα πολύ λαμπρός, λαμπρότατος («ὑπερλάμπροις ἀκτῑσιν», Αριστοφ.) αρχ. 1. πολύ μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρεπέστατος 2. (κυρίως ως τιμητικός τίτλος) πολύ διακεκριμένος («ὑπέρλαμπρος καὶ ἐξοχώτατος», επιγρ.) 3. (για ήχο) πολύ … Dictionary of Greek
υπέρλαμπρος — η, ο ο υπερβολικά λαμπρός, ο περίλαμπρος, ο λαμπρότατος: Υπέρλαμπρη νίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπέρλαμπρον — ὑπέρλαμπρος exceedingly bright masc/fem acc sg ὑπέρλαμπρος exceedingly bright neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερλάμπροις — ὑπέρλαμπρος exceedingly bright masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερλάμπρου — ὑπέρλαμπρος exceedingly bright masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερλάμπρους — ὑπέρλαμπρος exceedingly bright masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερλάμπρων — ὑπέρλαμπρος exceedingly bright masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερλάμπρῳ — ὑπέρλαμπρος exceedingly bright masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρλαμπρα — ὑπέρλαμπρος exceedingly bright neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρλαμπροι — ὑπέρλαμπρος exceedingly bright masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)